- συμποσιαῖος
- συμποσι-αῖος, α, ον, = sq., Eust.770.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμποσιαίος — αία, ον, Μ συμποσιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + κατάλ. αῖος (πρβλ. ὁρι αῖος)] … Dictionary of Greek
συμποσιαίων — συμποσιαῖος fem gen pl συμποσιαῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)